Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλουστεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλουστεύω [aplustévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1.μετατρέπω κτ. σύνθετο ή πολύπλοκο σε απλό ή απλούστερο, το κάνω πιο εύκολο, το απλοποιώ: Περιπλέκεις περισσότερο το ζήτημα αντί να το απλουστεύεις. Kαθώς οι παραστάσεις απλουστεύονται και σχηματοποιούνται γίνονται πιο φανερές οι ομοιότητές τους. 2. δίνω σε κτ. μια μορφή ή ένα περιεχόμενο απλοϊκό, αφελές: Tο λάθος είναι ότι μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα μέσα από απλουστευμένες θεωρίες και σχήματα.

[λόγ. απλούστ(ερος) -εύω σφαλερή δημιουργία, ίσως κατά το σπάν. ελνστ. μεγιστεύω `γίνομαι πολύ μεγάλος΄ απόδ. γαλλ. simplifier]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλουστεύω [aplustévo] ipf απλούστευα, aor απλούστευσα (subj απλουστεύσω & απλουστέψω), pf & plupf έχω-είχα απλουστεύσει, mediop 3sg απλουστεύεται, aor 3sg απλουστεύτηκε (subj απλουστευτεί), pf & plupf είναι-ήταν απλουστευμένος (L)
  • make simple or simpler, simplify (syn απλοποιώ):
    • ~τα ζητήματα |
    • απλουστεύοντας τα πράγματα, λέμε ότι τα θέματα είναι δύο (Georgoulis) |
    • απλουστεύεται η ζωή |
    • απλουστεύονται τα προβλήματα, τα συναισθήματα |
    • η σύνταξη της καθαρεύουσας απλουστεύτηκε εξαιρετικά (Theotokas) |
    • οι λογικές αφαιρέσεις απλουστεύουν περισσότερο απ' όσο πρέπει τις πραγματικές σχέσεις (Papanoutsos) |
    • κάθε εποχή χρειάζεται συνθήματα για να απλουστεύει και για να ναρκισσεύεται (Terzakis)

[fr kath (neol Koumanoudis) απλουστεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες