Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλουστευτικά [aplusteftiká] adv (L)
- in a manner aiming at simplification (near-syn απλοποιημένα):
- όλα αυτά που μας λέγονται είναι πολύ γραμμικά, ~ δοσμένα (Terzakis)
[der of απλουστευτικός]
- in a manner aiming at simplification (near-syn απλοποιημένα):



