Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλοποιώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλοποιώ [aplopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.κάνω κτ. λιγότερο σύνθετο και συνεπώς πιο εύκολο στη χρήση ή πιο ευκολονόητο· απλουστεύω: Οι μηχανές απλοποιούν τη ζωή μας. Aπλοποιήθηκε η διαδικασία για την έκδοση διαβατηρίων. 2α. (μαθημ.) ~ ένα κλάσμα / μία παράσταση, τα αντικαθιστώ με άλλα ισοδύναμα αλλά με μικρότερους όρους. β. (γραμμ.) για φθόγγο που ανήκει σε σύμπλεγμα και σιγείται: Tα διπλά σύμφωνα στην ελληνική γλώσσα απλοποιήθηκαν από την ελληνιστική εποχή και ύστερα.

[λόγ. απλο- 2 + -ποιώ μτφρδ. γαλλ. simplifier]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλοποιώ [aplopió] απλοποιεί, ipf απλοποιούσα, aor απλοποίησα, (subj απλοποιήσω), pass 3sg απλοποιείται, aor απλοποιήθηκε (subj απλοποιηθεί) (L)
  • make simple (or simpler), simplify (syn απλουστεύω):
    • η γλώσσα απλοποιείται |
    • απλοποιούνται οι γραφειοκρατικές διαδικασίες |
    • math ~ ένα κλάσμα simplify a fraction |
    • ο πρωτόγονος και το παιδί αλλοιώνουν και απλοποιούν τις γραμμές του ανθρώπινου σώματος (Mourelos) |
    • μια τέτοια ερμηνεία δεν απλοποιεί το περίπλοκο πρόβλημα (Andronikos) |
    • η σύντομη ανάλυσή μας απλοποίησε τα χρονικά σύνορα της διαδοχής των φαινομένων αυτών (Karouzos, adapted)

[fr kath (neol Koumanoudis) απλοποιώ; cf Fr simplifier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες