Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλοελληνική [aploelinicí] η, (L)
- plain Greek, demotic Greek (syn δημοτική, ομιλουμένη):
- η ~ είναι η γλώσσα των πατέρων μας (Petsalis) |
- ο Ψαλίδας χρησιμοποιεί την ~, για να μεταδώσει τις ιδέες του (Frangos)
[substantiv. f of απλοελληνικός]
- plain Greek, demotic Greek (syn δημοτική, ομιλουμένη):



