Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλικασιόν [aplikasjón] το, indecl (L) embroidery
- appliqué work, appliquéing:
- κόκκινο ~ |
- λουλούδια κεντημένα με ~ |
- δαντέλα ~ appliqué lace |
- αν τα καταφέρνετε στο κέντημα, κάνετε το ~ με παρισινή βελονιά
[fr Fr application]
- appliqué work, appliquéing:



