Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απληροφορησία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απληροφορησία [apliroforisía] η, (L)
  • state of being uninformed, lack of information (near-syn άγνοια):
    • οι υπάλληλοι του υπουργείου δείχνουν έναν αφάνταστο βαθμό απληροφορησίας

[fr kath (neol) απληροφορησία (: απληροφόρητος); cf PatrG (7th c.) ἀπληροφορία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες