Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απληροφορησία [apliroforisía] η, (L)
- state of being uninformed, lack of information (near-syn άγνοια):
- οι υπάλληλοι του υπουργείου δείχνουν έναν αφάνταστο βαθμό απληροφορησίας
[fr kath (neol) απληροφορησία (: απληροφόρητος); cf PatrG (7th c.) ἀπληροφορία]
- state of being uninformed, lack of information (near-syn άγνοια):