Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απλασία η [aplasía] Ο25 : (ιατρ.) η εκ γενετής ελαττωματική διάπλαση ενός τμήματος, μέλους ή οργάνου του σώματος.
[λόγ. < νλατ. aplasia < a- = α- 1 + αρχ. πλάσ(ις) `πλάσιμο΄ -ia = -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλασία [aplasía] η, (L) med
- defective or incomplete development, aplasia
[fr kath απλασία ← ISV aplasia]