Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλάδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απλάδι [aplá∂i] το,
  • ① shallow plate or dish (syn ρηχό πιάτο):
    • του έδωσε ένα ~ φαΐ
  • ② = απλάδα 3:
    • πήρε ένα ~ και σκεπάστηκε
  • ③ fish. single-fold fishing net, gillnet:
    • ο διχτάς, σηκώνοντας τ' απλάδια του, αποκρίθηκε ανόρεχτα στην καλημέρα μας (Zappas)

[fr MG *απλάδιν, der of απλός w. suff -άδιν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες