Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απλάδενα η.
-
- Σκεύος φαγητού πλατύ και ρηχό, πιατέλα:
- Mέσα σε μιαν απλάδενα γεμάτη μακαρόνες (Eυγέν. 501).
[<ιδιωμ. ιταλ. pládene ή piádena (<ουσ. *πλαθάνη η <αρχ. ουσ. πλάθανον) με επίδρ. του απλώνω ή του ουσ. απλάδα (Meyer, NS II 86-7, IV 12, REW 6585, Kahane, GR II 24, 45, 267). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σκεύος φαγητού πλατύ και ρηχό, πιατέλα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλάδενα [aplá∂ena] η,
- broad and shallow dish (syn απλάδα 2):
- poem ώρα δείπνου επήα στην Kλάδαινα | ό,τι εφέρναν την ~ (Solom)
[fr postmed απλάδενα (doc. of 1625) ← mediev Lat (14th c.) pladena 'id.']
- broad and shallow dish (syn απλάδα 2):