Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλάδα [aplá∂a] η,
- ① open space, expanse, plain (syn άπλα 2):
- άγονη, άδεντρη, χαμηλή ~ |
- "αγαπώ! αγαπώ!" άκουσε να το λεν οι απλάδες και τα βουνά (Psichari) |
- οι στρατιώτες γλεντίζανε μέσα στην ~ με φαγοπότια και με παιχνίδια (Eftaliotis) |
- μιαν ~ άσπρα κρόκαλα είναι το ποτάμι (AKotzias) |
- poem κ' οι δούλοι στέλιωσαν τ' ολόχρυσο τσαντίρι στην ~ (Kazantz Od 18.616)
- ② large plate or dish, platter (syn απλάδενα, πιατέλα):
- ~ είναι το μακρόστενο μεγάλο πιάτο, με το οποίο σερβίρουν το φαγητό, η πιατέλα Sterea (Aitoliko, Agrinio, Mesolongi; Panagiotop, per letter) |
- στη μέση ήταν ένα χαμηλό σκαμνί με μιαν ~ κουκιά (Petsalis) |
- ~ νόστιμα μαγειρεμένες σαρδέλες δώσανε στην Ήβη (Bastias) |
- poem απλάδες κρέατα πήρε κ' έφερε κι ο τραπεζάρης μπρος τους (Homer Od 1.141 Kaz-Kakr) |
- φέρε μου κρέας λαγού σε μιαν ~ (Stavrou Ar)
- ③ woollen spread used as rug, blanket or cloak (syn κιλίμι, χράμι):
- "κάθισε πλάι μου," του λέει ο χωριάτης κ' έδειξε την ~ (KPolitis)
[fr postmed (Somavera) απλάδα, augmentat. der of απλάδι; cf αχλάδα (: αχλάδι), πηγάδι (: πηγάδα)]
- ① open space, expanse, plain (syn άπλα 2):