Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απιθώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απιθώνω [apiθóno] Ρ1α μππ. απιθωμένος : (λαϊκότρ.) τοποθετώ, ακουμπώ κτ. κάτω· αποθέτω: Aπίθωσε το καλάθι εδώ! || (μτφ.): Tον πόνο μου πού να τον απιθώσω;

[μσν. αποθώνω ( [o > i] αναλ. προς το αντ. εσήκωσα - σηκώνω) < αποθ(έτω) μεταπλ. -ένω κατά το σχ.: έδεσα - δένω και μεταπλ. -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go