Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απευκταίο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
απευκταίο [apefktéo] το, (L)
  • ① misfortune, accident (syn δυστύχημα, συμφορά):
    • η πλειοψηφία των κριτικών είπε ότι το ~ έγινε (Melas) |
    • θέλω να προλάβω κανένα ~, μη μου τα κάνει θάλασσα (Kokkinos)
  • ② death (syn θάνατος):
    • του έγινε έμμονη ιδέα ο θάνατος· περίμενε το ~ από ώρα σε ώρα (PIoannidis)

[fr kath το απευκταίον, substantiv. n of απευκταίος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απευκταίος -α -ο [apefktéos] Ε4 : (λόγ.) για κτ. το οποίο δεν είναι επιθυμητό και το οποίο εύχεται κάποιος να μη συμβεί. ANT ευκταίος: Mια τέτοια εξέλιξη είναι σίγουρα απευκταία. || (ως ουσ.) το απευκταίο, για κτ. που το απευχόμαστε, και ιδίως για κάποιο ατύχημα ή το θάνατο.

[λόγ. < αρχ. ἀπευκταῖος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απευκταίος, -α, -ο [apefktéos] (L)
  • not hoped for, undesirable, detestable, untoward (syn ανεπιθύμητος2, δυσάρεστος, ant ευκταίος):
    • ~ πόλεμος |
    • συμβαίνει ο άνθρωπος που ζει μακριά από βιβλιοθήκες να φθάνει σε μια επικίνδυνη και απευκταία ικανοποίηση (Dimaras) |
    • απευκταίο είναι να σχολιάσει κανείς την τελευταία φράση των πρακτικών (Angelou)

[fr kath απευκταίος ← PatrG (sp. -τέος) ← K (also pap), AG; cf AG (Aeschyl. +) ἀπευκτός & MG (Digenis) άπευκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες