Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεσταλμένος ο [apestalménos] Ο18 θηλ. απεσταλμένη [apestalméni] Ο30 γεν. πληθ. απεσταλμένων : 1.αυτός που στέλνεται για τη διεκπε ραίωση μιας ειδικής αποστολής, συνήθ. ως ο εκπρόσωπος, ο αντιπρόσωπος κάποιου: Οι απεσταλμένοι του πάπα. Ο ~ του βασιλιά. || Έκτακτος ~, για διπλωματικό υπάλληλο. 2. δημοσιογράφος που στέλνεται κάπου για τη δημοσιογραφική κάλυψη ενός ορισμένου γεγονότος: Ο ~ της Ελληνικής Tηλεόρασης στις Bρυξέλλες για την κάλυψη της συνάντησης κορυφής.
[λόγ. < ελνστ. ἀπεσταλμένος μππ. του αρχ. ἀποστέλλω και σημδ. γαλλ. envoyé]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεσταλμένος1 [apestalménos] ο, (& αποσταλμένος) (L)
- emissary, envoy, representative, delegate (near-syn αντιπρόσωπος 1):
- επίσημος ~ |
- ~ του αυτοκράτορα, του Bατικανού, της Bενετιάς, του μητροπολίτη, του Στρατηγείου |
- δέχομαι, διώχνω, στέλνω απεσταλμένους |
- αυτές οι αίθουσες είδαν σοφούς αυτοκράτορες και λαμπροστόλιστους απεσταλμένους (Charis) |
- διάβηκε την Kίνα με όλες τις τιμές που αρμόζουν σε μεγάλο αποσταλμένο φιλικού βασίλειου (EKazantz) |
- στο Άργος συνεδριάζουν οι πληρεξούσιοι, οι απεσταλμένοι του λαού (Petsalis) |
- τον λογιάζουν του θεού πως είναι ~(Sardelis)
- ⓐ journ correspondent:
- έκτακτος, μόνιμος ~ |
- η ερώτηση αυτή υποβλήθηκε στο Mακαριότατο κατά την πρώτη του επαφή με τους απεσταλμένους του αθηναϊκού τύπου (Palaiologos) |
- το βιβλιαράκι θυμίζει ένα ρεπορτάζ ειδικού απεσταλμένου στο μέτωπο (Tsirpanlis)
[fr kath substantiv. απεσταλμένος ← MG απεσταλμένος / αποσταλμένος ← PatrG (3rd c.) ἀπεσταλμένος]
- emissary, envoy, representative, delegate (near-syn αντιπρόσωπος 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεσταλμένος2, -η, -ο [apestalménos] (& αποσταλμένος) (L)
- sent or dispatched (on some mission or service), delegated (near-syn σταλμένος):
- η Aγία Eλένη εμφανίζεται απεσταλμένη από τη θεία πρόνοια |
- το υπουργείο τούς αποκρίθηκε, να μην πειραχτεί στο παραμικρό ο θεός (sc the statue of a god), ίσαμε που να 'ρθει ο αποσταλμένος αρχαιολόγος (Panagiotop)
[fr kath απεσταλμένος ← MG απεσταλμένος / αποσταλμένος ← PatrG ἀπεσταλμένος, ppp of AG (+) ἀποστέλλω]
- sent or dispatched (on some mission or service), delegated (near-syn σταλμένος):



