Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεσταλμένη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απεσταλμένη [apestalméni] η, (& αποσταλμένη) (L)
  • female emissary, envoy, representative or delegate (near-syn η αντιπρόσωπος 1):
    • η Bένα μού φαίνεται τώρα πρόσωπο άλλου κόσμου, κρυφή αποσταλμένη δεν ξέρω ποιανού (Terzakis)

[substantiv. f of απεσταλμένος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες