Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απερπάτητος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
απερπάτητος, επίθ.· απροπάτηκτος.
  • Που δεν έχει περπατηθεί, αδιάβατος:
    • η θάλασσα … επόμεινεν απροπάτηκτος (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 430).

[<στερ. α‑ + περπατώ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απερπάτητος, -η, -ο [aperpátitos]
  • ① not walked on, untrodden, untraversed:
    • ~ κάμπος, απερπάτητο βουνό |
    • δεν άφησε τόπο απερπάτητο
  • ⓐ impassable, impenetrable (syn απέραστος 1):
    • το μονοπάτι έγινε απερπάτητο |
    • poem .. ο θάνατος σείει το μαύρο του λοφίο | σα δάσος απερπάτητο (Pavleas)
  • ② act. one who has not walked or moved about (ant περπατημένος):
    • απερπάτητο παιδί |
    • στο περιβόλι αυτό, ένας φτωχός, αταξίδευτος, ~ ποιητής σαν εμένα, θα μπορούσε να βρει κάποιες ήσυχες στιγμές (Palam)

[fr MG *απερπάτητος (Kriaras' Lex), cpd w. περπατητός (: περπατώ); cf -περιπατητός ή n cpds ακαιροπεριπάτητος, σεμνοπεριπάτητος etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go