Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεριόριστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απεριόριστα [aperiórista] adv (L)
  • ① without limits, infinitely, indefinitely (syn άπειρα 1):
    • ~ μικρή ενέργεια |
    • το ~ μεγάλο σύμπαν |
    • οι αναρίθμητες αυτές κολόνες προεκτείνονταν ~ σε μάκρος και βάθος (Ouranis) |
    • ο άνθρωπος πρέπει το περιβάλλον του να το επεκτείνει ~ (Theodorakop) |
    • όλ' αυτά τα τραγούδια ξαναρχίζουν κ' επαναλαμβάνονται ~ (Moustoxydis) |
    • οι χρωματικές κλίμακες ποικίλλουν ~ (Chatzinis)
  • ② without restriction or constraint, unreservedly, freely (syn phr χωρίς περιορισμό, near-syn αδέσμευτα, ant περιορισμένα):
    • ~ αγαπημένος, αισιόδοξος, ελεύθερος |
    • μετακινείται ~ |
    • πληθαίνουν ~ την παραγωγή |
    • επιβάλλει ~ την κυριαρχία του |
    • νοιώθει την ανάγκη να δοθεί συνεχώς και ~ (Chatzinis) |
    • πιστεύει ~ στην αδέσμευτη ατομική πρωτοβουλία (Theotokas) |
    • ο βασιλιάς έχει το δικαίωμα να διορίζει πρωθυπουργό ~, χωρίς να υπολογίζει τη θέληση της Bουλής (Christidis EΣ) |
    • όλοι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να εκπαιδεύονται ~ (Papanoutsos)
  • ③ immensely, extremely, greatly (syn άπειρα 2):
    • ~ δυνατός, ευαίσθητος, θλιμμένος, όμορφος, συγκινητικός |
    • θαυμάζω, λατρεύω, λυπάμαι, τιμώ ~ |
    • με γοητεύει, με πονεί, με συγκινεί ~ |
    • ~ γοητευτικό μυθιστόρημα |
    • τα παραμύθια κάθε λαού συγγενεύουν ~ με τα παραμύθια άλλων λαών |
    • το παιδί αγαπάει ~ το βιβλίο του (Charis) |
    • με τον καιρό πλουτίζεται ~ ο ψυχικός βίος του ανθρώπου (Tatakis) |
    • δυσπιστώ ~ προς την ιστοριογραφική πραγματικότητα (Panagiotop)

[der of απεριόριστος; cf kath απεριορίστως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες