Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεριποίητος -η -ο [aperipíitos] Ε5 : που δεν τον έχουν περιποιηθεί, δεν τον έχουν φροντίσει. ANT περιποιημένος: Aπεριποίητο σπίτι. ~ κήπος, παραμελημένος. || Aπεριποίητη γυναίκα, που δε φροντίζει ή δεν έχει φροντίσει την εμφάνισή της. Aπεριποίητο ντύσιμο, ατημέλητο.
[λόγ. < μσν. απεριποίητος < α- 1 περιποιη- (περιποιούμαι) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεριποίητος, -η, -ο [aperipíitos]
- ① not taken care of, unattended to, neglected (near-syn αμελημένος):
- απεριποίητο ζώο, κτίριο, χωράφι |
- ο κήπος έμεινε ~ |
- ο άρρωστος πέθανε ~ |
- αφήνει τους επισκέπτες απεριποίητους |
- εκείνα τα ωραία δένδρα κοντεύουν να ξεραθούν απεριποίητα (GIoannou) |
- χορταριασμένος κι ~ είναι του Πολυλά ο τάφος (Panagiotop)
- ⓐ carelessly executed, slipshod (near-syn πρόχειρος, τσαπατσούλικος):
- η καθαρεύουσα του Π. είναι κάτι πολύ δημοσιογραφικό και πολύ απεριποίητο (Palam) |
- το σύντομο και απεριποίητο κείμενο φαίνεται σαν παραπεταμένο (Charitonidis)
- ② untidy, sloppy, shabby, slovenly (syn ασυγύριστος, L ατημέλητος):
- απεριποίητη γυναίκα |
- απεριποίητη εμφάνιση, περιβολή |
- απεριποίητο δωμάτιο, ντύσιμο |
- απεριποίητα γένεια, μαλλιά, μουστάκια |
- είναι ~και αποκρουστικός στο παρουσιαστικό του |
- ο λαός πλάγιαζε χάμου, απόμενε ~ (Panagiotop) |
- οι άλλοι δεν έχουν καμιάν υποχρέωση να σας βλέπουν απεριποίητους και στραβομούτσουνους (Evelpidis, adapted) |
- κάτω από την πολυτέλεια τα ξενοδοχεία είναι απεριποίητα, ακάθαρτα (Thrylos)
[fr kath (neol Koumanoudis) απεριποίητος, cpd w. AG (Hesych.) περιποιητός (: περιποιώ)]
- ① not taken care of, unattended to, neglected (near-syn αμελημένος):



