Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεριέργεια [aperiéryia] η, (L)
- lack of curiosity or inquisitiveness, incuriousness (ant ερευνητικότητα, περιέργεια):
- ποτέ δεν είδαμε σε τέτοιο μεγαλείο τη δύναμη της Aνατολής, την ~ (Papantoniou) |
- έρχεται με την απροθυμία και την ~, δυο χαρακτηριστικά του καλόγερου (id.)
[fr kath (neol) απεριέργεια, cpd w. περιέργεια; cf kath απεριεργία]
- lack of curiosity or inquisitiveness, incuriousness (ant ερευνητικότητα, περιέργεια):



