Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απερηφάνευτα [aperifánefta] adv
- not snobbishly, not haughtily, affably, modestly (syn καταδεχτικά, ant ακατάδεχτα):
- παρόλο που έχει τόσο επίσημη θέση συμπεριφέρεται απλά και ~
[der of απερηφάνευτος]
- not snobbishly, not haughtily, affably, modestly (syn καταδεχτικά, ant ακατάδεχτα):



