Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεργών, -ούσα, -ούν [aperγón] (L)
- being on strike, striking:
- η αστυνομία συνέλαβε τα απεργούντα μέλη της εργατικής ένωσης |
- δραματική πραγματικότητα αντιμετωπίζουν χρόνια τώρα οι απεργούντες εφοριακοί (Psathas)
[fr kath απεργών, prp of απεργώ]
- being on strike, striking:
[Λεξικό Κριαρά]
- απεργώνω.
-
- 1)
- α) Παραπλανώ, ξεγελώ:
- (Xρον. Mορ. H 1254)·
- άλλοι τον απεργώσαν κι επίστεψεν τα λόγια τους (αυτ. H 5573)·
- β) προδίδω:
- ο βασιλεύς απέμεινεν, απέργωσεν τους Φράγκους (αυτ. P 79).
- α) Παραπλανώ, ξεγελώ:
- 2) Zημιώνω:
- εχάσες τό επεχείρησες, απεργωμένος είσαι (αυτ. H 1589).
[<πρόθ. από + ουσ. έργον (ή <μτγν. επίθ. απεργός, DGE) + κατάλ. ‑ώνω. H λ. και σήμ. ποντ.]
- 1)



