Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεργοσπάστρια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απεργοσπάστρια [aperγospástria] η, (L)
  • female strikebreaker:
    • οι απεργοσπάστριες είχαν μαζευτεί έξω από το εργοστάσιο αλλά δεν μπορούσαν να μπουν

[f der of απεργοσπάστης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες