Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεργοσπάστρια [aperγospástria] η, (L)
- female strikebreaker:
- οι απεργοσπάστριες είχαν μαζευτεί έξω από το εργοστάσιο αλλά δεν μπορούσαν να μπουν
[f der of απεργοσπάστης]
- female strikebreaker:



