Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απεργιακός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεργιακός -ή -ό [aperjiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την απεργία: ~ αγώνας. Aπεργιακή κινητοποίηση. Για την καθοδήγηση της απεργίας δημιουργήθηκε απεργιακή επιτροπή.

[λόγ. απεργί(α) -ακός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεργιακός, -ή, -ό [aperyiakós] (L)
  • of, or related to, strikes:
    • ~ αγώνας, σάλος |
    • απεργιακή εκδήλωση, κινητοποίηση |
    • απεργιακή επιτροπή |
    • απεργιακό κύμα ξέσπασε στην περιοχή της πρωτεύουσας |
    • σε απεργιακή κίνηση βρίσκονται οι γιατροί του IKA (Palaiologos, adapted)

[der of απεργία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go