Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεργάζομαι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεργάζομαι [aperγázome] Ρ2.1β : (λόγ.) προετοιμάζω, σχεδιάζω συνήθ. στα κρυφά κτ. κακό: H πολιτική σας απεργάζεται συμφορές για τη χώρα.

[λόγ. < αρχ. ἀπεργάζομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
απεργάζομαι· ενεργ. απεργάζω.
  • I. (Μέσ.) συντελώ, φροντίζω:
    • (Eις Θεοτ. 35).
  • II. Ενεργ.
    • 1) Κάνω, κατασκευάζω με τέχνη:
      • Φλοιόν κεράσου λαβόντες … λεπτόν απεργάζουσιν (Iερακοσ. 3393).
    • 2) Προξενώ, παράγω:
      • καυστηρόν ύδωρ ανακοχλάζον … ήχον απεργάζον (Παϊσ., Iστ. Σινά 1998).

[αρχ. απεργάζομαι. Το ενεργ. στο Steph. (λ. ομαι)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεργάζομαι [aperγázome] ipf απεργαζόμουν (L)
  • ① cause, provoke, bring about, produce (syn προκαλώ, προξενώ):
    • ο πληθωρισμός απεργάζεται την υπονόμευση του χρήματος |
    • απεργάζονται κακές σχέσεις γειτονίας στην περιοχή |
    • η πολιτική του απεργάζεται μεγάλα δεινά για τον τόπο (Petsalis, adapted) |
    • ο ενθουσιώδης άνθρωπος απεργάζεται την αναγέννηση ή την καταστροφή ενός κράτους (Vrettakos)
  • ② work diligently for, strive after, endeavor (syn επιδιώκω, φροντίζω για):
    • αυτοί οι δύο συνωμοτούσαν σε βάρος μου και απεργάζονταν το χαμό μου (Valtinos) |
    • ο λαός απεργάζεται τη λύτρωση του ανθρώπου (Tsatsos) |
    • όταν απάνω σ' αυτή τη θέληση θεμελιώνει τη ζωή του ο χριστιανός, απεργάζεται τη σωτηρία του (Tatakis)

[fr kath απεργάζομαι ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες