Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απερίφραστα [aperífrasta] adv (L)
- ① without circumlocutions, without mincing one's words, straightforwardly, directly (near-syn απερίστροφα):
- ανακοινώνω, βεβαιώνω, δηλώνω, εκφράζομαι ~ |
- καταδίκασε ~ την εκστρατεία |
- τους αποκαλεί ~ ψεύτες |
- θέτει το πρόβλημα ~ |
- ομολογεί ~ τη χρεοκοπία του |
- από τα έργα που έβλεπα, πολλά μου άρεσαν και το έγραφα ~ (Xenop) |
- το άρθρο είναι συνθεμένο θυμωμένα, ορμητικά, ~ (Palam) |
- μίλησε ανοιχτά για ό,τι την παίδευε, ~ (Chatzinis) |
- ~ εγκωμιαστικοί ήτανε και οι κριτικοί των γερμανικών εφημερίδων (Melas)
- ② beyond doubt, unequivocally, clearly (syn αναμφίβολα, ξακάθαρα, σαφώς):
- ο λαός εκδήλωσε ~ τη θέλησή του |
- η πλαστότητα του εγγράφου αποδείχθηκε ~ |
- εκεί υπάρχουν θέματα ~ οικουμενικά, εδώ γνησιότατη ελληνική πραγματικότης (Melas, adapted) |
- η παρουσία ορισμένων χαρακτηριστικών πείθει ~ για τη συγγένεια των αγαλμάτων (Despinis) |
- οι βασικές θέσεις του έργου είναι ~ στωικές (Dragona-M)
[der of απερίφραστος; cf kath απεριφράστως]
- ① without circumlocutions, without mincing one's words, straightforwardly, directly (near-syn απερίστροφα):



