Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απερίσπαστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απερίσπαστα [aperíspasta] adv (L)
  • without distraction, undistractedly (syn phr χωρίς περισπασμούς, near-syn ανενόχλητα):
    • εργάζεται, σπουδάζει ~ |
    • η αστική τάξη στα νησιά δεν αναπτύσσεται ~ (Vacalop) |
    • έζησε ακόμη δέκα χρόνια, αφοσιωμένος ~ στη δημιουργία του (Dimaras) |
    • τον συντηρούσε, για να επιδίδεται ~ στα πνευματικά του πειράματα (Tachtsis) |
    • μπορούσε κανένας να κάνει ~ το κέφι του (Thrylos)

[der of απερίσπαστος; cf kath απερισπάστως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες