Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απερίσκεπτα [aperíscepta] adv (&
- Zappas απερίσκεφτα) (L) thoughtlessly, heedlessly, imprudently (syn άσκεφτα, αστόχαστα, ασυλλόγιστα, επιπόλαια):
- αγανακτώ, αγαπώ, ορκίζομαι, φέρομαι ~ |
- είναι ~ ανδρείος |
- γλεντάει φανερά κι ~ με ύποπτες γυναίκες (Karagatsis) |
- είχε τη μανία να εμπιστεύεται τα μυστικά της ~ (Tsirkas, adapted) |
- είχε κρεμασμένο το ποδάρι του απερίσκεφτα στο νερό (Zappas) |
- poem σπαταλήσαμε ~ την περιουσία μας (ASchinas)
[der of απερίσκεπτος2]
- Zappas απερίσκεφτα) (L) thoughtlessly, heedlessly, imprudently (syn άσκεφτα, αστόχαστα, ασυλλόγιστα, επιπόλαια):



