Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεμπόληση η [apembólisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απεμπολώ· παραχώρηση των δικαιωμάτων μου ή προδοσία ιδεών, αρχών, αξιών κτλ. για ιδιοτελείς σκοπούς και με ευτελές συνήθ. αντάλλαγ μα.
[λόγ. < αρχ. ἀπεμπόλη(σις) `πούλημα΄ -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεμπόληση [apembólisi] η, (L)
- ① sellout, betrayal, alienation (near-syn παραχώρηση):
- η κυβέρνηση δεν έχει κάνει καμία ~ ή θυσία κυριαρχικών δικαιωμάτων |
- ο δρόμος του "ανήκομεν εις την Δύση" είναι δρόμος της ανοιχτής απεμπόλησης των ζωτικών εθνικών συμφερόντων |
- γίνεται προσπάθεια για την ~ των ελληνικών δικαίων στο Aιγαίο
- ② giving up, abandonment, relinquishment (near-syn παραίτηση από κτ, εγκατάλειψη):
- επιπόλαιη ~ της εθνικής κληρονομιάς |
- πιστεύει στον εαυτό της χωρίς ~ της θηλυκότητάς της |
- η ~ μιας καθιερωμένης τεχνικής δε σημαίνει την κατάργηση κάθε τεχνικής (Dizikirikis) |
- η ~ του αξιόλογου αυτού κεφαλαίου αποστερούσε την εθνική λογοτεχνία από μια αναμφισβήτητη δύναμη (Valetas, adapted)
[fr kath απεμπόλησις ← AG (Hippocr. +)]
- ① sellout, betrayal, alienation (near-syn παραχώρηση):



