Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απελπιστικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απελπιστικά [apelpistiká] adv (L)
  • ① in a manner or to a degree that causes despair, hopelessly, lamentably (syn απελπιστικώς, ant ενθαρρυντικά):
    • ~ αδύνατος, απαισιόδοξος, λιγόλογος, μόνος, μονότονος |
    • τόπος ~ έρημος |
    • όλα είναι ~ ίδια |
    • ~ φτωχό το ενδιαφέρον της πολιτείας |
    • μπαινόβγαινε στο σπίτι με κείνο το τριμμένο σακκάκι που μέρα με τη μέρα κόνταιναν ~ τα μανίκια (Myriv) |
    • έχουν δημιουργηθεί ~ πολλά κενά στις θέσεις των μαθηματικών, των φυσικών κλ (Papanoutsos, adapted) |
    • η διάρκεια της ζωής φαίνεται ~ σύντομη (Panagiotop) |
    • μου ήταν ~ αδύνατο να τρέξω σε κείνο το έδαφος (Chatzinis)
  • ⓐ without hope, despairingly, desperately (syn απεγνωσμένα 1b, απελπισμένα):
    • κλαίει ο κόσμος, στριμώγνεται ~ (Petsalis) |
    • την έσφιξε ~ πάνω στα σίδερα, πόνεσε κι ο ίδιος (id.) |
    • στάθηκε στην πόρτα σταυρώνοντας ~ τα χέρια (Drosinis)
  • ② excessively, extremely (near-syn εξαιρετικά, υπερβολικά, ant ελάχιστα):
    • μια κυρία ~ βαμμένη |
    • κοπέλα ~ άχαρη |
    • βιβλίο ~ θλιβερό |
    • οι συζυγικές σου υποθέσεις με αφήνουν ~ αδιάφορο (Karagatsis) |
    • η Λισαβόνα είναι μια πόλη ~ ήσυχη (Ouranis) |
    • περνάνε τραίνα, φορτωμένα όλα, πατικωμένα ~ (Psathas)

[der of απελπιστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες