Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απελπισμένα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απελπισμένα [apelpizména] adv
  • hopelessly, despairingly, desperately, despondently, desolately (syn in απέλπιδα):
    • θρηνώ, κραυγάζω, φωνάζω ~ |
    • αγαπώ, εύχομαι, ικετεύω, κοιτάζω, μιλώ ~ |
    • αγωνίζομαι, αντιστέκομαι, δουλεύω, παλεύω, προσπαθώ ~ |
    • αυτή αρνήθηκε επίμονα, ~, να πάει μ' έναν τόσο μεγάλο άνθρωπο (Venezis) |
    • το άλογο ορθώθηκε κατατρομαγμένο και χλιμιντρίζοντας ~ στα δυο του πόδια (Ouranis) |
    • έβλεπαν το παλληκάρι και κουνούσαν τα κεφάλια τους συμπονετικά κι ~ (DOikonomidis) |
    • χτύπησε ~ τη γροθιά του στον τοίχο (Chakkas) |
    • η μοίρα του ανθρώπου έχει στιγμές τραγικά γελοίες, ~ κωμικές (Karagatsis) |
    • rembetiko ο χωρισμός με πλήγωσε και κλαίω ~ (IPetrop) |
    • poem μες στην καρδιά μου ο έρωτας στενάζει ~ (Zotos)

[fr postmed (Somavera) απελπισμένα, der of απελπισμένος2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go