Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απελευθερώτρια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απελευθερώτρια [apelefθerótria] η, (L)
  • female liberator or emancipator (syn ελευθερώτρια):
    • το πρόβλημα της πνευματικής δημιουργίας σαν απελευθερώτριας του ατόμου ανέκυπτε απ' όλο το έργο του Kαζαντζάκη (Chatzinis)

[fr kath (neol Koumanoudis) απελευθερώτρια f., der of απελευθερωτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες