Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απελευθερώτρια [apelefθerótria] η, (L)
- female liberator or emancipator (syn ελευθερώτρια):
- το πρόβλημα της πνευματικής δημιουργίας σαν απελευθερώτριας του ατόμου ανέκυπτε απ' όλο το έργο του Kαζαντζάκη (Chatzinis)
[fr kath (neol Koumanoudis) απελευθερώτρια f., der of απελευθερωτής]
- female liberator or emancipator (syn ελευθερώτρια):



