Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απελευθερωτής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απελευθερωτής ο [apelefθerotís] Ο7 θηλ. απελευθερώτρια [apelefθe rótria] Ο27 : αυτός που αποδίδει σε κπ. την ελευθερία του: Ο λαός υποδέχτηκε με ενθουσιασμό τους απελευθερωτές του. || (ως επίθ.): Στις 26 Οκτωβρίου 1912 ο απελευθερωτής ελληνικός στρατός μπήκε στη Θεσσαλονίκη. Aπελευθερώτριες δυνάμεις.

[λόγ. απελευθερω- (δες απελευθερώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. libérateur· λόγ. απελευθερω(τής) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
απελευθερωτής [apelefθerotís] ο, (L)
  • liberator, deliverer, emancipator (syn ελευθερωτής, λυτρωτής):
    • ο Bενιζέλος, ο ~ της Mακεδονίας |
    • ο μόλις απελευθερωμένος πληθυσμός εδονείτο κυριολεκτικά από την παρουσία του απελευθερωτού του (Roussos) |
    • σ' αυτό το κρεβάτι έμελλε να ξεψυχήσει ο ~ των νέγρων (Venezis)
  • ⓐ in adj function who liberates, liberating (syn απελευθερωτικός 1):
    • ο ~ στρατός

[fr kath (neol) απελευθερωτής, der of απελευθερώ(-όω); cf LK(+) ἐλευθερωτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες