Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απειροστό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
απειροστό [apirostó] το, (L) (& απειροστόν)
  • ① math variable that approaches zero as a limit, infinitesimal:
    • ( ανωτέρας τάξεως, κατωτέρας τάξεως
  • ② infinitesimally small part (syn απειροστημόριο):
    • υπάρχουν μόρια που η ύπαρξή τους διαρκεί ένα _ του δευτερολέπτου (Lambridi) |
    • αφού εισαγάγαμε στην πραγματικότητα το απείρως διαιρετό, προσπαθούμε ύστερα να την ανασυγκροτήσομε από τα απειροστά όπου την κόψαμε (id.) |
    • χωρίς μέτρο ή εις το απειροστόν διάλυση της ψυχής, όπως στον Προυστ (Tsatsos)

[fr kath απειροστόν, substantiv. n of απειροστός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απειροστός -ή -ό [apirostós] Ε1 : 1.που έχει γίνει άπειρες φορές: Στο λέω για απειροστή φορά. || που είναι άπειρα μικρός. 2. (μαθημ., ως ουσ.) το απειροστό, συνάρτηση που τείνει στο μηδέν, όταν η μεταβλητή χ είναι σε κάποια ορισμένη τιμή που μπορεί να είναι και το άπειρο.

[λόγ. άπειρ(ος) -οστός κατά τα αριθμτ. τριακοστός, τεσσαρακοστός μτφρδ. αγγλ. infinitesimal ή γαλλ. infinitésimal]

[Λεξικό Γεωργακά]
απειροστός, -ή, -ό [apirostós] (L)
  • ① infinitesimally small, infinitesimal, tiny, minute (syn απειροελάχιστος):
    • απειροστό αντικείμενο, μέρος, μόριο |
    • εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με απειροστές ποσότητες (Mourelos) |
    • σιγά σιγά διδάσκεται και η αφή τις απειροστές αποστάσεις που χωρίζουν ηδονή από ηδονή επάνω στην ύλη της ζωής (Tsatsos) |
    • ο πλανήτης μας είναι ένα απειροστό μέρος μιας ασύλληπτης για τη γνώση απεραντοσύνης (Kanellop) |
    • μέσα σε μια Eλλάδα υπάρχουν απειροστές· κάθε σωστός Έλληνας και μια Eλλάδα (Karantonis)
  • ② ordinal num of an exceedingly large number, umpteenth, zillionth (syn μυριοστός):
    • έκανε το ίδιο λάθος για απειροστή φορά

[fr kath (neol Koumanoudis) απειροστός ← άπειρος 'infinite'; cf AG μυριοστός, ὁλοστός (Hesych.), πολλοστός etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες