Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απειροστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απειροστικός -ή -ό [apirostikós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στα απειροστά: ~ λογισμός. Aπειροστική ανάλυση.

[λόγ. απειροστ(ός) -ικός μτφρδ. αγγλ. infinitesimal ή γαλλ. infinitésimal]

[Λεξικό Γεωργακά]
απειροστικός, -ή, -ό [apirostikós] (L) math
  • of, or dealing w., infinitesimally small quantities or changes thereof, infinitesimal:
    • απειροστική ανάλυση, γεωμετρία |
    • ~ λογισμός infinitesimal calculus, differential or integral calculus |
    • οι ειδικοί γνωρίζουν ότι η ανακάλυψη του απειροστικού λογισμού έγινε από τον Aρχιμήδη (Papanoutsos)

[fr kath (neol) απειροστικός, der of απειροστός, calqued on Lat (Leibniz) infinitesimus]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες