Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απειροελάχιστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απειροελάχιστα [apiroeláxista] (L) adv
  • to a minimal extent, infinitesimally (syn απειροστά, ελάχιστα):
    • η Kοινή Aγορά αδυνατεί να συμβάλει, έστω και ~, στην ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών

[der of απειροελάχιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες