Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απειροελάχιστα [apiroeláxista] (L) adv
- to a minimal extent, infinitesimally (syn απειροστά, ελάχιστα):
- η Kοινή Aγορά αδυνατεί να συμβάλει, έστω και ~, στην ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών
[der of απειροελάχιστος]
- to a minimal extent, infinitesimally (syn απειροστά, ελάχιστα):