Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απειλούμενος, -η, -ο [apilúmenos] (L)
- ① being threatened:
- ~ διωγμός του Xριστιανισμού |
- αγωνιά μπροστά στην απειλούμενη καταστροφή των αξιών που πίστευε |
- βάζει στην πλάστιγγα τον απειλούμενο, φόνο αθώων από τη μια μεριά και την άδικη καταδίκη άλλων αθώων από την άλλη (Stasinop)
- ② being subjected to threats, being threatened, menaced or endangered:
- το συνεχώς απειλούμενο διεθνές κλίμα |
- προστατεύουν τα απειλούμενα συμφέροντά τους |
- βρήκε τον ουρανόπεμπτο υπερασπιστή της απειλούμενης αυτοκρατορίας του (Vranousis) |
- βιάζονται ν' αναπνεύσουν τη λίγη αυτή, την από παντού απειλούμενη βλάστηση (Chatzinis)
[fr kath απειλούμενος, prp mi of απειλώ]
- ① being threatened:



