Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απειλητικός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απειλητικός, επίθ.· ’πειλητικός, (Aργυρ., Bάρν. K 436).

[αρχ. επίθ. απειλητικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απειλητικός -ή -ό [apilitikós] Ε1 : που εκφράζει, που ενέχει απειλή: Πήρα ένα απειλητικό γράμμα / τηλεφώνημα. Tο πλήθος είχε απειλητικές διαθέσεις. Aπειλητικό βλέμμα / ύφος. || Mαζεύτηκαν απειλητικά σύννεφα, που προμηνύουν βροχή ή καταιγίδα. (έκφρ.) κτ. λαμβάνει / παίρνει απειλητικές διαστάσεις*. απειλητικά ΕΠIΡΡ: Kινήθηκε ~ εναντίον του. Mε κοίταξε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀπειλητικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απειλητικός, -ή, -ό [apilitikós] (L)
  • threatening, menacing (syn L εκφοβιστικός):
    • ~καιρός, ουρανός |
    • απειλητική επιστολή, παρουσία, στάση |
    • απειλητικό γεγονός, πρόσωπο, σπαθί, ύφος |
    • απειλητικές διαθέσεις, διαστάσεις |
    • ~ πολεμικός λόγος |
    • σε κάθε μου βήμα, απειλητικά κοπάδια κοράκια σηκώνουνταν (Kazantz) |
    • ένα βούισμα απειλητικό σύρθηκε μέσα από το δάσος (Athanasiadis-N) |
    • το φαινόμενο, αντί να περιορισθεί, απλώνεται κάθε μέρα απειλητικότερο (Panagiotop)

[fr kath απειλητικός ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες