Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεικονιστής [apikonistís] ο, (L)
- one who represents or portrays:
- ~ της ζωής, του σύγχρονου κόσμου
[fr kath (neol Koumanoudis) απεικονιστής; cf K (pap) είκονιστής]
- one who represents or portrays:



