Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απείρως [apíros] adv (L)
- ① infinitely (syn άπειρα 1):
- το όλο ζήτημα προέρχεται από τη σύγχυση του απείρου με το ~ διαιρετό (Lambridi)
- ② infinitely, immensely, extremely (syn άπειρα 2, πάρα πολύ):
- ~ γαλήνιος, εύκολος, καθαρός, μικρός, ωραίος |
- βρίσκεται ~ μακριά, ψηλά |
- εποχή ~ μακρινή |
- το κύμα φαίνεται πως γνωρίζει κάποιο τραγούδι ~ γοητευτικό (Karagatsis) |
- εκθέτουν ένα πλήθος είδη, που δεν έχουν καμία χρησιμότητα, αλλά που θέλγουν ~ το μάτι (Ouranis)
- ⓐ w. C beyond comparison, far-and-away, by far, very much (near-syn ασύγκριτα, πάρα πολύ):
- ~ ανώτερος, πολυτιμότερος, προτιμότερος, σπουδαιότερος, φθηνότερος |
- ζητούν ~ περισσότερα |
- είναι ο ~ μεγαλύτερος διδάσκαλος της φυσιολογίας |
- ένας φίλεργος σκαφτιάς είναι ~ καλύτερος από έναν τεμπέλη καθηγητή (Papanoutsos) |
- οι τύποι αυτοί, βαλμένοι σε στίχους, είναι ~ ευκολότερο να διατηρηθούν παρά αν βρίσκονται σ' ακατέργαστη κατάσταση (Moustoxydis) |
- ο πενιχρός αυτός μισθός φαίνεται ηγεμονικός στους άλλους, γιατί οι άλλοι βρίσκονται σε ~ αθλιότερη κατάσταση (Psathas) |
- απ' αυτή την άποψη, ο Ξενόπουλος είναι ~ πιο τεχνίτης (Chatzinis) |
- οι άνθρωποι -και ~ πιο πολύ οι νέες γενιές- κοίταζαν ν' αντιδράσουν (Petsalis)
[fr kath απείρως ← AG]
- ① infinitely (syn άπειρα 1):



