Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απείρακτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
απείρακτος, επίθ.
  • Aνενόχλητος:
    • η πόλις των Iωαννίνων γίνεται απείρακτη από των Aλβανιτών (Iστ. Hπείρ. XIII9).

[<στερ. α‑ + πειράζω. H λ. και σήμ. (χτ‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες