Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απείθαρχα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απείθαρχα [apíθarxa] adv (L)
  • in a disorderly or undisciplined fashion, inordinately (syn απειθάρχητα):
    • ο λόγιος σκορπάει ~ τον έρωτά του σε ορισμένες απόμερες πλαγιές των κειμένων (Theodorakop)

[der of απείθαρχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες