Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απείθαρχα [apíθarxa] adv (L)
- in a disorderly or undisciplined fashion, inordinately (syn απειθάρχητα):
- ο λόγιος σκορπάει ~ τον έρωτά του σε ορισμένες απόμερες πλαγιές των κειμένων (Theodorakop)
[der of απείθαρχος]
- in a disorderly or undisciplined fashion, inordinately (syn απειθάρχητα):



