Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απατού
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
απατού, επίρρ.,
βλ. απαυτού.
[Λεξικό Γεωργακά]
Απατούρια [apatúria] τα, (L) AG relig
  • annual festival observed by Ionian Greeks and Athenians during which parents registered their newly-born children in the clan to which they belonged, Apaturia:
    • αυτή η απογραφή εγίνουνταν εις τα ~, εορτή οπού εβαστούσε τρεις ημέρες και ήταν επιταυτού διορισμένη (Demetrieis)

[fr kath Aπατούρια ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες