Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απασφαλίζω [apasfalízo] -ομαι Ρ2.1 : (στρατ.) μετακινώ το μηχανισμό ασφαλείας ενός πυροβόλου όπλου ώστε να είναι έτοιμο για βολή. || (επέκτ.) για μηχανισμό, αφαιρώ την ασφάλειαI3.
[λόγ. απ(ο)- ασφαλίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- απασφαλίζω.
-
- Στερεώνω, εξασφαλίζω:
- (Oρνεοσ. αγρ. 5571).
[<πρόθ. από + ασφαλίζω. Το μέσ. τον 4. αι. (Lampe). Για τη λ. βλ. και L‑S]
- Στερεώνω, εξασφαλίζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απασφαλίζω [apasfalízo] aor απασφάλισα (subj απασφαλίσω) (L)
- to release the safety catch, unlock (ant ασφαλίζω):
- ~ το όπλο |
- ~ το παράθυρο |
- αυτός είχε κιόλας απασφαλίσει τη χειροβομβίδα (Grigoris, adapted)
[fr kath (neol) απασφαλίζω, new cpd of απ(ο)- & ασφαλίζω; cf MG, PatrG ἀπασφαλίζω 'secure, fasten']
- to release the safety catch, unlock (ant ασφαλίζω):