Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαρτιζόμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απαρτιζόμενος, -η, -ο [apartizómenos] (L)
  • being composed or consisting of, containing (syn L αποτελούμενος, συγκροτούμενος):
    • εταιρία απαρτιζόμενη από καλλιεργητές |
    • ο κόσμος που εφαίνονταν ~ από αντιμαχόμενα όντα εμφανίζεται ως ενιαίο αρμονικό σύστημα (Georgoulis)

[fr kath απαρτιζόμενος, prpp of απαρτίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go