Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαρνητής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαρνητής ο [aparnitís] Ο7 : αυτός που απαρνείται ένα πρόσωπο, μια ιδέα κτλ., κπ. ή κτ. στο(ν) οποίο πίστευε ή το(ν) οποίο αγαπούσε: ~ της πίστης του / του Xριστού.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαρνητής]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρνητής [aparnitís] ο, (D & L)
  • renouncer, rejector, denier (syn αρνητής):
    • ~ αξιών, δικαιωμάτων |
    • ο ~ των εγκοσμίων, της ιστορίας, της παράδοσης, των πατρίων |
    • ο ~ του Xριστού denier of Christian religion |
    • ~ των αρχών του μικροαστικού κοινωνικού περιβάλλοντος (Kanellop) |
    • είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής (Kazantz) |
    • poem κρατάνε της Aνατολής αρίφνητες οι κέλλες, | της σάρκας καταφρονετές, απαρνητές του κόσμου | τους ταπεινούς καλόγερους | τους όσιους ερημίτες (Palam)

[fr kath απαρνητής ← MG *απαρνητής; cf MG & ModG αρνητής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go