Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαρνησιά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απαρνησιά [aparnisjá] η,
  • abandonment (syn άρνηση, εγκατάλειψη):
    • η γυναίκα π' αρρεβωνιάζεται θαλασσινό λογιέται γυναίκα του πια κ' η ~ της είναι ~ στεφανωμένης (Vlami) |
    • κι αν οι περιστάσεις δεν τον άφηναν να πάει στο νησί του, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ~ του τόπου του (Valetas)

[fr MG *απαρνησία, der of απαρνούμαι; cf αρνησιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go