Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαρέσκεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαρέσκεια η [aparéskia] Ο27 : (λόγ.) δυσαρέσκεια. ANT ευαρέσκεια: Δεν έκρυψε την απαρέσκειά του.

[λόγ. < μσν. απαρέσκεια < αρχ. ἀπαρέσκ(ω) `δυσαρεστούμαι με΄ -εια κατά το σχ.: αρχ. ἀρέσκω - ἀρέσκεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρέσκεια [aparéscia] η, (L)
  • displeasure, dislike (syn δυσαρέσκεια, ant αρέσκεια, ευαρέσκεια):
    • εκδηλώνω, εκφράζω, κρύβω την απαρέσκειά μου |
    • ~ για ορισμένα φαγητά |
    • υποστηρίζει ότι η αρέσκεια απέναντι στο ωραίο και η ~ που αισθανόμαστε απέναντι στο άσχημο δείχνουν ότι εδώ γίνεται μια κρίση (Papanoutsos) |
    • η διαφορά μεταξύ της γαλήνης και της τρικυμίας των δύο σκηνών εγέννησεν απορίες και απαρέσκειες (Papantoniou)

[fr kath απαρέσκεια ← PatrG ἀπαρέσκεια (6th-7th c.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες