Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαρέμφατο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαρέμφατο το [aparémfato] Ο41 : (γραμμ.) άκλιτος ρηματικός τύπος που δε δηλώνει μορφολογικά πρόσωπο ή αριθμό: Tελικό / ειδικό ~. Έναρθρο / άναρθρο ~. Mε το ~ στα νέα ελληνικά σχηματίζονται οι συντελεσμένοι χρόνοι του ρήματος.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαρέμφατον]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρέμφατο [aparémfato] το, (also rare απαρέμφατος ο,) (L) gramm
  • infinitive:
    • έναρθρο, ενεργητικό, ονοματικό ~ |
    • με τους απαρεφάτους δεν πήγαμε ομπρός, πήγαμε πίσω (Psichari) |
    • poem ω, να γινόταν να σταθεί σαν ~ η στιγμή! (Spanias)

[fr kath απαρέμφατον ← K, substantiv. n of K ἀπαρέμφατος (sc όνομα); cf postmed (Somavera) απαρέμφατος m.f.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες