Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαρέγκλιτα [aparéŋglita] adv (L)
- ① without changing course, undeviatingly, steadily (syn απαρέκκλιτα, near-syn σταθερά):
- τείνει ~ στο σκοπό του |
- το νέο θα ακολουθήσει πιστά και ~ τα ίχνη του παλιού (Papanoutsos) |
- το ζώο ακολουθεί ~ τους φυσικούς νόμους (Theodorakop)
- ② unswervingly, inflexibly, unwaveringly (syn ακλόνητα, απαρασάλευτα):
- τηρώ, εφαρμόζω τον κανόνα ~ |
- έβαζε δυναμίτη στα θεμέλια της φιλοσοφίας που ~ πρέσβευε η Mεγάλη Eκκλησία (Sotirakis) |
- οφείλει να εμμένει στη γνώμη του ~ (Platis)
[der of απαρέγκλιτος; cf απαρεγκλίτως]
- ① without changing course, undeviatingly, steadily (syn απαρέκκλιτα, near-syn σταθερά):



