Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαράμιλλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απαράμιλλα [aparámila] adv (L)
  • incomparably, matchlessly (syn ασύγκριτα):
    • η Eλληνική ιστορία έχει τόσες ~ φωτερές στιγμές (Petsalis) |
    • εκεί έφτασε ο καλλιτέχνης μ' έναν τρόπο ~ προσωπικό (Karantonis, adapted) |
    • η πρόζα του είναι προσαρμοσμένη ~ στο ρυθμό του εσωτερικού κόσμου (Chatzinis)

[der of απαράμιλλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες