Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαράλλαχτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απαράλλαχτα [aparálaxta] adv (& απαράλλακτα &
  • Petsalis απαράλλαγα) without any difference, invariably exactly alike, identically (syn ακριβώς, ολόιδια, L πανομοιότυπα):
    • phr όμοια κι ~ like a living image |
    • δουλεύει, μιλάει, τραγουδάει ~ σαν τον πατέρα του |
    • το χειμώνα τούτα τα ψάρια κοιμούνται, ~ όπως η χελώνα ή τα φίδια στη στεριά (Bastias) |
    • δεν επαναλαμβάνουν ποτέ απαράλλακτα τον εαυτό τους (Thrylos) |
    • σκούζει ~ με χοίρο που τον σφάζουν (ChZalokostas) |
    • τραβάει απαράλλαγα το δρόμο του πατέρα του (Petsalis) |
    • poem είχε καθίσει με τον ίδιο ~ | τρόπο που κάθονταν και πάνω στα δέντρα (Vrettakos)

[der of απαράλλαχτος; cf kath απαραλλάκτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες